Ελένη Καρασαββίδου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, γράφει για την Αντιγόνη
Δημοσιεύτηκε 06 Φεβρουαρίου 2024 , στο ΔΙΑΣΤΙΧΟ
«Τίποτε δεν είναι πιο αργό
από τη γέννηση του αληθινού ανθρώπου»
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, 1903-1987
Η σχέση λογοτεχνίας και ετερότητας είναι παλιά όσο και η ιστορία του κόσμου. Από την εποχή ακόμη που ο Ευριπίδης, δίνοντας φωνή στις Τρωάδες, έγινε ίσως ο πρώτος αναγνωρισμένος συγγραφέας στην ιστορία που, ξεπερνώντας το «ομόαιμον» και το «ομόθρησκον» για χάρη της δικαιοσύνης, κατήγγειλε την «ομάδα του» κι έγινε ένας άνθρωπος «συμπαντικός» (Shklovsky V., 1990), η γραφή συναντήθηκε συχνά με το «άλλο» πλάσμα, προσπαθώντας να δώσει μια διάσταση συστολική ή διαστολική, που να αποκλείει ή να χωρά, στη διάσταση του ανθρώπου και της κοινωνίας του. Στις καλύτερες στιγμές της, και όταν δεν έγινε όπλο ή εφεύρημα σε «λειτουργικούς» διανοούμενους κάθε είδους, αναμετρήθηκε με την εξουσία, επεσήμανε και προέβλεψε το κακό, ανέδειξε, ως κοινωνική σεισμογράφος, ανάγκες υπόκωφες και, κυρίως, συνομίλησε με τους καιρούς, φέρνοντας τους ανθρώπους μπροστά στον συνειδησιακό τους καθρέφτη. Προσδοκώντας μέσα από τις λέξεις να γεννηθούν οι άνθρωποι, διαρκώς έκπληκτη κι ενίοτε έντρομη, με το ποιοι ήταν στ’ αλήθεια οι δημιουργοί της.
Ο Νίκος Μπατσικανής κάνει ακριβώς αυτό με την Αντιγόνη του. Διαστέλλει τον άνθρωπο, ώστε να φωτίσει την άνθρωπο σε ένα από τα πιο διαχρονικά κι εμβληματικά σύμβολά της. Την Αντιγόνη.
Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα μελίρρυτη σε στίχους, όπως «Ολονυχτίς βουίζουνε με μελωμένα λόγια ως τη ροδόπεπλη αυγή», μακριά από αρχαιοπρέπεια ή εθνικολατρεία, αναβαπτίζεται στα νάματα της πατρίδας γης και της δημοτικής της γλώσσας και παίρνει αφορμή από το αιώνιο για να μιλήσει για το επίκαιρο: «Στα θύματα γυναικοκτονίας είναι ορθώς αφιερωμένο αυτό το βιβλίο. Όλοι είμαστε παιδιά μιας γυναίκας, πολλών πατέρων, όμως, είναι τα λόγια μας. Κι αν σκεφτούμε πως “πατήρ πάντων πόλεμος”, κάθε φιλειρηνική κραυγή είναι εξ ορισμού “θηλυκή” αλλά διόλου παθητική», γράφει μεστά ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας στο επίμετρο του βιβλίου. Και πράγματι, όπως γράφει ορθόπνευστα ο Μπατσικανής:
Κι αν κάποιο φίδι μ’ ορεχτεί / θε να του ψιθυρίσω:
Μονάχα σάρκα έμεινε / σταμάτησε η καρδιά μου
και για λιβάνι κάηκε / στην αδικο-θυσία.
Ας κλείσει ο κύκλος αίματος / μ’ εμένα τελευταία.
Τόσες ψυχές πεθαίνουνε / οι πιο πολλές γυναίκες
άδικα οι περσότερες / ως θύματα της βίας.
[…]
Κι εγώ είμαι σε δόκανο / στου Κρέοντα το δίχτυ
και σαν το ψάρι σπαρταρώ / στ’ αγκάθια μου επάνω.
Η πρόσληψη της Αντιγόνης, διαρκώς παρούσα σε κάθε εποχή και σε κάθε συνομιλία του και της ανθρώπου με τα οριακά ερωτηματικά που μας εκσφενδονίζει, δεν έπαψε ποτέ να γνωρίζει άνθηση και νέες προσεγγίσεις. Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία μιας νεορεαλιστικής απεικόνισης των τραγικών καιρών και των σύγχρονων τραγωδιών ανώνυμων –θηλυκών κυρίως– ανθρώπων, ο συγκερασμός των αρχετύπων με τα δεδομένα μιας σύγχρονης θεματικής και αισθητικής, όχι μόνο δημιουργούν μια νεοηθογραφία σε δημιουργική συνέχεια μα κι ανατροπή των εκδοχών της παλαιότερης, αλλά και ανάγουν το αρχαιοελληνικό δράμα σε ποιητική πρώτη ύλη, για να καταγράψουν την επικαιρότητα αλλά και την αυθεντική ύλη του αιώνιου, που φέρει όποτε στέκεται ο και η άνθρωπος όρθια. Προσπαθώντας να γεννηθεί ξανά, έστω και μέσα από τον θάνατό της.
Η Αντιγόνη ήθελε να ευτυχήσει, ήθελε δηλαδή να ζήσει. Αντ’ αυτού, κατόρθωσε να υπάρξει. Δηλαδή να αντιδράσει.
Πενθούμε απαρηγόρητοι / βυζαίνοντας φαρμάκια.
Ιδέστε που μαυροφορώ / μεσίστιες οι σημαίες
κουρέλια των ονείρων μας / και συμφοράς σημάδια.
[…]
Η βία, βία προξενεί. / Αυτό κραυγάζω, η έρμη
[…]
Εν τέλει, τ’ αποφάσισα / και θα το πράξω μόνη.
Οι ψυχωμένοι συναινούν / χωρίς να λογαριάζουν
πως θα πληρώσω ακριβά / την ανυπακοή μου.
Τα αρχέτυπα και τα πρότυπα χρησιμοποιούνται στην Αντιγόνη του Μπατσικανή ως αντανακλάσεις των παλαιών, ώστε, μέσα από το διακείμενο, να επικεντρώνεται στο συγκεκριμένο του δικού του χωροχρόνου, διευρύνοντας τις συμβολικές διαστάσεις της Αντιγόνης, του Κρέοντα, του Πολυνείκη, των Θηβών, με τις συμπαντικές διαστάσεις της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή η μήτρα γη βιάζεται και δολοφονείται και η ίδια, ο Μπατσικανής μιλά και για τη δική της μοίρα, ως θραύσμα της μεγάλης μητέρας, όλης της γης, μιλά για τον –άμεσο ή έμμεσο– εμφύλιο, μιλά για την ακρισία, την αλαζονεία, την εξουσιολαγνεία:
Θηρία δεν υπάρχουνε / χωρίς ένα ρουμάνι
μα ζω την αγριότητα / στη χώρα που υπάρχω.
Εδώ, νεκρή και ζωντανή / να με κατασπαράζουν.
Η λάρνακα των σπλάχνων μου / γεμάτη στεναχώρια
και η πληγή ορθάνοιχτη / ξερνώντας δηλητήριο:
Ετεοκλή, ακέρια φταις / και σ’ το καταλογίζω
για τον εμφύλιο σπαραγμό / και τα δεινά της Θήβας
αλλά στον τάφο βρίσκεσαι / και δε μ’ ακούς που κρώζω.
Σου κρένω, μα δεν απαντάς / σπαράζω, δε με βλέπεις.
Παρότι εσύ ο αίτιος / δικό μου αίμα είσαι
υπεύθυνος, μα αδελφός / κι όμοια πενθώ τους δυο σας.
Όμως, η λύπη της Αντιγόνης δεν έχει μιζέρια, κάτι εκπληκτικό. Γιατί οι άνθρωποι δεν είμαστε μόνοι ούτε μπροστά στον καθρέφτη μας.
Σε αυτό, η Αντιγόνη έχει να αντιπαραθέσει ένα σώμα ασπίδα του άρρητου ιερού, που περιλαμβάνει τη βούληση του αυτοκαθορισμού της, ένα σώμα που γίνεται υπαρκτό και γήινο κι αλληλεπιδραστικό, όχι από τη σάρκα μα από τις πράξεις που το σαρκώνουν: Γιατί, ίσως έτσι να γινόταν πάντα ή έστω συχνά. Η απόπειρα να προσεγγίσουμε το «άλλο», δρόμος μακρύς και δύσβατος, δημιουργούσε φόβο, αφαιρούσε ένα μέρος της ευμάρειας, μα άνοιγε περάσματα, διέστελλε τα σύνορα και άπλωνε τους ορίζοντες. Όπως και η απόπειρα να προσεγγίσει το «άλλο» εμάς. Αλλά ανάμεσα σ’ «εμάς» κι «εκείνους» πολλοί παράγοντες έπαιζαν ρόλο ανέκαθεν. Που, όμως, δεν αναιρούσαν ποτέ την άγια μοναξιά όσων φτιάχνουν νέους δρόμους σε κάθε βήμα, με ματωμένα πέλματα:
Μονάχη στην πορεία μου / ξυπόλυτη στ’ αγκάθια
με ματωμένα πέλματα / και την καρδιά κομμάτια.
Το αίμα των προγόνων μου / ακολουθεί ξοπίσω
και βιάζομαι, να μη βαφτώ / αλλά και το φεγγάρι
μην ξεπροβάλει πάνωθε / και μάρτυράς μου γίνει.
Κι όμως, η Αντιγόνη βρίσκει πέρασμα, βρίσκει οδό. Συνταυτίζεται, αγαπάει (άρα δεν χαϊδεύει, μόνο προσδοκά την ενηλικίωση ολωνών με πράξεις φιλο-ξενίας σε έναν αφιλό-ξενο κόσμο), πέρα από το ίδιο και το αλλότριο, πέρα από το έμφυλο και το εμφύλιο, γιατί «ου συνεχθείν έφη»:
Συμπάσχω με το δράμα του / να είναι θύμα-θύτης
ο αδερφός-πατέρας μου
[…]
Ο Χάροντας, αχόρταγος / ανήμερο θηρίο
αφάνισε τους άντρες μας / κι ορφάνεψε η χώρα.
Τώρα μετράμε τους νεκρούς / μα οι αριθμοί δε φτάνουν
[…]
γράφει ο Μπατσικανής.
Μα πριν με φάνε ζωντανή / της φυλακής τα φίδια
αγχόνη στον αυχένα μου / τραβάω και τραυλίζω:
Περήφανη που το ’πραξα / και δεν το μετανιώνω.
Τελικά, πώς μπορούμε σήμερα να συνομιλήσουμε με την Αντιγόνη, και μάλιστα με την Αντιγόνη σύμβολο των γυναικοκτονιών, την Αντιγόνη του σημαντικού λογοτέχνη και θεατρικού κριτικού Νίκου Μπατσικανή; «H δύναμη του Φόβου και η Ανάγκη για Ευτυχία είναι ισοδύναμα», έγραψε ο Theodor Adorno στα Μικρά Ηθικά του (2001, σελ. 223), περιγράφοντας σε μια φράση την αναπόφευκτη αντίφαση της ανθρώπινης κατάστασης. Η Αντιγόνη ήθελε να ευτυχήσει, ήθελε δηλαδή να ζήσει. Αντ’ αυτού, κατόρθωσε να υπάρξει. Δηλαδή να αντιδράσει, να ορθωθεί, πληρώνοντας τη μοίρα του είδους των ανθρώπων, και πιο συγκεκριμένα των γυναικών, που το κάνουν απέναντι στις μικρές και μεγάλες εξουσίες, όταν δεν τις εκπροσωπούνε:
Αντί πανώριο νυφικό / την ερημιά της νύχτας
θε να φορώ για ένδυμα / και μόνη θα κοιμάμαι.
Η μοναξιά μου φόρεμα / και το σκοτάδι φως μου.
Είναι αυτός ο σπαραγμός που την κάνει, όπως και στο αρχαίο κείμενο, ηρωίδα. Είναι αυτή η απόφαση που εδράζεται στην υπεράσπιση της ιστορίας της γενιάς της, μικρογραφία λες της ιστορίας του κόσμου ολόκληρου, όταν αποφασίζει να θυμηθεί, δηλαδή να πονέσει:
Λύνω τα γκέμια του μυαλού / κι ελεύθερο καλπάζει.
Τα φύτρα του Οιδίποδα / δεμένα, λες, στη ρόκα
που έκλωθε ατέλειωτα / μαρτύρια της γενιάς του.
Μας γέννησε, ακούσια / μαγαρισμένο σπέρμα
παλιό ανοσιούργημα / φορτίο του γονιού μας.
Αντικρίζοντας τον πόνο κατάματα και διαλαλώντας το άδικό του, καταφέρνει το ακατόρθωτο. Γίνεται μνήμη και μοίρα όλης της γενιάς, όλης της γης της και αποσπά τη μοίρα της από τα χέρια του Κρέοντα, έχοντας αυτή τον τελευταίο λόγο:
Αναπολώντας θύμησες / λάμνω στα περασμένα.
Ψαρεύω μόνο τραύματα / ξεσκλίδια ματωμένα.
Καρδιά σε παρανάλωμα / με φρένα σαλεμένα.
Και σε μια ωραία μεταφορά της αρχαίας ρήσης, γράφει ο τωρινός δημιουργός:
Ἔρωτα, φρένας παρασπᾷς / και τις καρδιές ματώνεις.
Αλλά πώς θα μπορούσε η Αντιγόνη του δημόσιου λόγου, του δημόσιου χώρου, η Αντιγόνη υπερβατικό σύμβολο, να ταυτιστεί με τις ηρωίδες οικιακών τραγωδιών που ζουν στο σκοτάδι, φυλακισμένες από τον ίδιον άγριο μα άδικο έρωτα; Ίσως η τραγικότητα της σημερινής Αντιγόνης να είναι αυτή. Σε μια εποχή μόνωσης, fake news και καταστολής του αντιπαραδείγματος που μας μεγαλύνει, ο Κρέοντας να έκρυβε την πράξη της. Να μην έφτανε ποτέ στην Εκκλησία του Δήμου. Είναι εκεί που οφείλει να παρεμβαίνει η κραυγή και η γραφή. Συγκροτώντας ξανά και ξανά μια γενεαλογία των απόκληρων, στη μορφή των γυναικών, «και» στη μορφή των γυναικών μάλλον, κομμάτι σπαρακτικό μιας σπαρασσόμενης ανθρωπότητας, στην οποία αντιδρά κι ας ξέρει πως θα φύγει ως τίμημα κι ως «πλήρωμα»:
Η μάνα μας κακότυχη / ταίρι με το παιδί της.
[…]
Η ανατολή, το δειλινό / για μένα είναι ίδια.
Με το σκοτάδι λούζομαι / φιλιώνω με τα φίδια.
Αραχνοΰφαντο ιστό / οι αράχνες μού κεντάνε
τούλινο να ’χω νυφικό / σαν με ξεπροβοδάνε.
Όμως, η λύπη της Αντιγόνης δεν έχει μιζέρια, κάτι εκπληκτικό. Γιατί οι άνθρωποι δεν είμαστε μόνοι ούτε μπροστά στον καθρέφτη μας. Ιδίως οι άνθρωποι που είναι «άλλοι». Πολλά «αλλότρια» βλέμματα μας ετεροκαθορίζουν, βαθιά βαλμένα εντός μας.
Κι όμως, όπως μας θυμίζει ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, συγκροτώντας το μοτίβο μιας γενιάς αρχετυπικών γυναικών που έρχονται μέσα από τους αιώνες και ανά τους αιώνες, για να μας συναντήσουν: «Με εξαίρεση την ερωτοχτυπημένη Φαίδρα, όλες οι άλλες δεν υποτάχτηκαν στα αρσενικά κι αμφισβήτησαν εμπράκτως την αυτοδύναμη ισχύ τους. Δεν υπάρχει κανείς ανεξάρτητος στο Σύμπαν. Είμαστε όλοι άρρηκτα συνδεδεμένοι και οι ποιητές, ορθοφρονούντες, μας υπενθυμίζουν πάντα αυτή την αδήριτη αλήθεια. Ο κάθε ένας (και η κάθε μία) από το μετερίζι του».
Και η γραφή, από το δικό της μετερίζι, θυμίζει, δίνοντας φωνή στο άδηλο, που είναι πρόδηλο συνάμα, πως το ψάξιμο του «άλλου» καταλήγει σε ψάξιμο του εαυτού. Ή, σωστότερα, σε επανεφεύρεσή του. Προσδοκώντας σε κείνη τη δύσκολη, αληθινή μας γέννα.
[Η Ελένη Καρασαββίδου διδάσκει (ανάμεσα σε άλλα) Λογοτεχνία και Ετερότητα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.]